- Σαλμυδησσόν
- Σαλμυδησσόςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελινοφάγος — μελινοφάγος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει το φυτό μελίνη* 2. (το αρσ. πληθ. ως κύρ. όν.) οί Μελινοφάγοι ονομασία θρακικής φυλής («ἐν δεξιᾷ ἔχοντες τὸν Πόντον διὰ τῶν Μελινοφάγων καλουμένων Θρᾳκῶν εἰς τὸν Σαλμυδησσόν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίνη +… … Dictionary of Greek